ευάφορμος

ευάφορμος
εὐάφορμος, -ον (Μ)
1. πρόσφορος, έτοιμος («εὐάφορμος ἀπολογία», Ακροπ. Γ.)
2. αυτός που γίνεται με καλή αφορμή, που εύκολα μπορεί να δικαιολογηθεί, εύλογος, δικαιολογημένος («οὐκ εὐάφορμος ἡ διχοστασία τῶν ἐκκλησιῶν γέγονε», Πράξ. Συνόδ. Εφέσ.).
επίρρ...
εὐαφόρμως
1. εύλογα, με καλή αφορμή, δικαιολογημένα
2. επίκαιρα, πρόσφορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αφορμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”